Από τη συζήτηση που διεξήχθει στη Βουλή και από τα στοιχεία που αναφέρθηκαν από τον Πρωθυπουργό για την πορεία του Ο.Τ.Ε. και για τις προοπτικές που διαγράφονται καθίσταται σαφές ότι προωθούνται τα Ελληνικά συμφέροντα και ότι οι αιτιάσεις της Αντιπολίτευσης για ξεπούλημα εντάσσονται στις μικροπολιτικές της σκοπιμότητες και στη δημαγωγική πολιτική.
Αποτελεί ο Ο.Τ.Ε. μια χαρακτηριστική περίπτωση και ευκαιρία για να αντιληφθεί ο Έλληνας πολίτης που βρίσκεται η ασυνέπεια, η ανευθυνότητα και οι ξεπερασμένες αντιλήψεις.
Η κυβέρνηση του ΠΑ.ΣΟ.Κ. από το 1996 και μετά είχε ξεκινήσει να διαιρεί και να πωλεί την μετοχή του Ο.Τ.Ε. και έψαχνε για τρία χρόνια στρατηγικό επενδυτή. Τον Οκτώβριο του 2000 απεφάσισε στη Διυπουργική Επιτροπή Αποκρατικοποιήσεων «τη διερεύνηση της διεθνούς αγοράς για την εξέλιξη στρατηγικού συμμάχου του Ο.Τ.Ε.». Όπως προκύπτει από τον προϋπολογισμό του 2001 ο Ο.Τ.Ε. εισέρχεται στην τελική φάση της σύναψης στρατηγικής συμμαχίας με «διεθνή τηλεπικοινωνιακό φορέα». Ακόμη στο πρόγραμμα του το ΠΑ.ΣΟ.Κ. αναφέρει ότι έχει ως στόχο «την προώθηση ιδιωτικοποιήσεων και στρατηγικών συμμαχιών». Το ΠΑ.ΣΟ.Κ. ως κυβέρνηση, ήταν εκείνο που από το 1996 ξεκίνησε να πουλάει μετοχές και μέχρι το 2002 είχε περιορίσει τη συμμετοχή το δημοσίου στο 34% των μετοχών του οργανισμού.
Οι κυβερνήσεις του ΠΑ.ΣΟ.Κ. ήταν εκείνες που προχώρησαν στην πώληση του 64,5% των Ελληνικών Πετρελαίων, του σχεδόν 49% του Ο.Π.Α.Π., του 48,5% της Δ.Ε.Η., του σχεδόν 39% της ΕΥΔΑΠ, του σχεδόν 25,5% του Ο.Λ.Π., του σχεδόν 26% του Ο.Λ.Θ.
Ήταν εκείνες που προχώρησαν στην πλήρη αποκρατικοποίηση της Ιονικής τράπεζας, της ΕΤΒΑ, της τράπεζας Κρήτης, της τράπεζας Μακεδονίας-Θράκης.
Πούλησαν το χρηματιστήριο, την Ανώνυμη Εταιρία Ελληνικά Χρηματιστήρια, τα ναυπηγεία Σκαραμαγκά.
Εκχώρησαν το μάνατζμεντ της Ολυμπιακής Αεροπορίας σε μια παντελώς άγνωστη εταιρία, τη Speedwind, η οποία είχε εν λευκώ το μάνατζμεντ από τον Απρίλιο του 1999 μέχρι τον Ιούνιο του 2000, χωρίς να επενδύσει ούτε ένα ευρώ στην Ολυμπιακή.
Η συμφωνία για τη στρατηγική συμμαχία του ΟΤΕ με έναν από τους μεγαλύτερους και πιο αξιόπιστους τηλεπικοινωνιακούς οργανισμούς της Ευρώπης, συνιστά, πριν απ' όλα ανταπόκριση σε ρητή προεκλογική δέσμευση και προεκλογική εξαγγελία της κυβέρνησης, το κυβερνητικό πρόγραμμα.
Από το 2006, όταν ξεκίνησε η διαδικασία για την εφαρμογή της συγκεκριμένης αυτής δέσμευσης η κυβέρνηση είχε ανακοινώσει ότι αναζητά ως στρατηγικό σύμμαχο που να συμβάλει, με τεχνογνωσία και νέες επενδύσεις, στην επέκταση του ΟΤΕ σε νέες αγορές και νέες υπηρεσίες. Στρατηγικό σύμμαχο, που να διασφαλίζει το μέλλον του οργανισμού, προς το συμφέρον της οικονομίας, των καταναλωτών και των εργαζομένων του.
Βασικά εκτιμάται ότι η συνεργασία του ΟΤΕ με έναν αξιόπιστο στρατηγικό εταίρο που αποτελεί ευρωπαϊκό κολοσσό, θα ενισχύσει τον οργανισμό με σημαντικά διοικητικά, τεχνολογικά, οικονομικά και στρατηγικά πλεονεκτήματα. Πιο συγκεκριμένα η στρατηγική συμμαχία προσφέρει στον ΟΤΕ τη δυνατότητα:
- να βελτιώσει την ανταγωνιστικότητά του,
- να αντιμετωπίσει αποτελεσματικότερα τις προκλήσεις των καιρών,
- να θεμελιώσει την εξωστρέφειά του,
- να προσφέρει καλύτερες υπηρεσίες στις χαμηλότερες τιμές,
- να αποκτήσει στρατηγικό ρόλο στην ευρύτερη περιοχή της Ν.Α. Ευρώπης,
- να πρωταγωνιστήσει στην κοινωνία της πληροφορίας
Όσο αναφορά το ρόλο του στον Οργανισμό, διασφαλίζεται το Ελληνικό Δημόσιο. Διασφαλίζονται τα δικαιώματα των καταναλωτών αλλά κυρίως τα συμφέροντα των εργαζομένων. Ο ΟΤΕ δεν πωλήθηκε με την συμφωνία. Ο στόχος της συμφωνίας που έγινε δεν είναι ταμειακός και δεν έχει καμιά σχέση με την εκτέλεση του προϋπολογισμού. Τα έσοδα από τις αποκρατικοποιήσεις, ως γνωστόν, δεν μειώνουν το έλλειμμα αλλά το δημόσιο χρέος.
Η τιμολογιακή πολιτική είναι -και θα παραμείνει- σε κάθε περίπτωση, ζήτημα για το οποίο τον τελικό λόγο έχει η Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων, η οποία είναι Ανεξάρτητη Αρχή.
Με τη συμφωνία, εξασφαλίστηκε μία ισορροπημένη μετοχική σύνθεση και ένα ισορροπημένο διοικητικό σχήμα, ανάμεσα στο ελληνικό Δημόσιο και το στρατηγικό σύμμαχο. Άλλωστε άμεση συμμετοχή του γερμανικού κράτους είναι 15%. Είναι δηλαδή πολύ μικρότερη από τη συμμετοχή του Ελληνικού Δημοσίου στον ΟΤΕ.
Αυτή είναι η πραγματικότητα που εξασφαλίζει προοπτικές για τις οποίες ορισμένες πολιτικές δυνάμεις δεν το αντιλαμβάνονται, είτε γιατί δεν μπορούν να παρακολουθήσουν τις εξελίξεις, είτε γιατί άλλες μικροκομματικές σκοπιμότητες υπαγορεύουν την πολιτική τους.