Στις 17 Αυγούστου του 1881 απελευθερώθηκε η επαρχία Αλμυρού μετά από σκληρούς αγώνες στις απελευθερωτικές επαναστάσεις του 1821, 1854 και 1878.
Κατά την απελευθέρωση ο Αλμυρός ήταν μια αγροτική περιοχή και η οικονομία στηριζόταν στην κτηνοτροφία και σε καλλιέργειες καπνού ελιάς και βαμβακιού. Όλα ξεκινούν από την αρχή. Και όχι μόνο αυτό αλλά έρχεται αλλά έρχεται να προστεθεί και το μεγάλο πρόβλημα του ιδιοκτησιακού καθεστώτος. Από την έκθεση της «Θεσσαλικής επιτροπείας», που συγκροτήθηκε με το Βασιλικό Διάταγμα το 1896 για να μελετήσει το αγροτικό ζήτημα, πληροφορούμαστε ότι υπήρχαν στην επαρχία Αλμυρού 19 τσιφλίκια εκτάσεως 207.000στρεμμάτων. Ο μέσος όρος κάθε τσιφλικιού ήταν 10.000. τα 12 τσιφλίκια ανήκαν στον δήμο Αλμυρού εκτάσεως 11.5000 στρεμμάτων και τα 7 στον δήμο Πλατάνου εκτάσεως 95.500 στρεμμάτων.
Το εμπόριο βρισκόταν σε υποτυπώδη κατάσταση και διεξάγονταν στα όρια της επαρχίας. Την εποχή της απελευθέρωσης υπήρχαν ελάχιστες βιομηχανίες, όπως αλευρόμυλοι και ελαιοτριβεία. Στη Γούρα (σημερινή Ανάβρα) υπήρχαν τα μικρά βυρσοδεψεία και εργαστήρια επεξεργασίας μάλλινων υφασμάτων ενδύσεως.
Τότε η επαρχία Αλμυρού αποτελούνταν από 26 χωριά και οι κάτοικοι ανέρχονταν σε 10.000. στην πόλη του Αλμυρού κατοικούσαν περίπου 600 οικογένειες, εκ των οποίων ήταν τουρκικές. Ο πληθυσμός τον χειμώνας αυξάνονταν με την παραμονή 300 περίπου οικογενειών Βλάχων και Σαρακατσαναίων, που αργότερα εγκαταστάθηκαν μόνιμα στην περιοχή. Μετά την απελευθέρωση εγκαταστάθηκαν στον Αλμυρό πολλοί από τα ορεινά χωριά της επαρχίας και από την Ήπειρο, τα Ζαγοροχώρια.
Το 1907 ήλθαν στην επαρχία Αλμυρού 1700 οικογένειες ομογενών, που εκδιώχθηκαν από την Βουλγαρία και την Ανατολική Ρωμυλία. Εγκαταστάθηκαν στην Ευξεινούπολη και την Ν. Αγχίαλο (το 1911 εντάχθηκαν στην επαρχία Αλμυρού και οι δήμοι Αμαλιαπόλεως και Πτελεατών, που μέχρι τότε υπάγονταν στο Ν. Φθιώτιδας).
Μετά την Μικρασιατική καταστροφή το 1922 οι πρόσφυγες οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στον Αλμυρό υπολογίζονται σε 500 περίπου άτομα. Με βάση την απογραφή του 1928 το σύνολο του πληθυσμού της επαρχίας Αλμυρού ανέρχεται σε 23.302 άτομα.
Την πολιτιστική και οικονομική ανάπτυξη επηρέασαν οι δημογραφικές μεταβολές με τις μετακινήσεις πληθυσμών από τα ορεινά στην πόλη του Αλμυρού, αλλά και την εγκατάσταση προσφύγων. Οι ανταγωνισμοί και οι κοινωνικές συγκρούσεις μεταξύ Αλμυριωτών και όσων στη συνέχεια εγκαταστάθηκαν, δημιούργησαν προβλήματα αλλά τελικά συνέβαλαν στην ανάπτυξη της περιοχής.
Η συγκοινωνία ήταν υποτυπώδης για τις δύο περίπου δεκαετίες. Ο Αλμυρός ήταν σχεδόν αποκλεισμένος οδικώς από τον Βόλο και άλλες περιοχές. Το 1900 έγινε ο αμαξωτός δρόμος Αλμυρού – παραλίας Τσιγγελίου. Από την παραλία περνούσαν τρεις φορές την εβδομάδα τα ατμόπλοια της γραμμής Βόλου-Πειραιώς. Μέχρι το 1910 ένα μικρό ατμόπλοιο εκτελούσε κάθε μέρα το δρομολόγιο Βόλου-Αλμυρού. Για τη μετάβαση με τα πόδια από τον Αλμυρό για το Βόλο χρειάζονταν περίπου 5 ώρες, για τη Λάρισα 16, για την Αθήνα 54.
Η οδική σύνδεση με το Βόλο, που είχε αρχίσει το 1900, ολοκληρώθηκε το 1925 και με τα Φάρσαλα πολύ αργότερα. Την εποχή εκείνη συστάθηκαν επαγγελματικά σωματεία, όπως ο Εμπορικός Σύλλογος το 1925, Ο Επαγγελματικός το 1926, καραγωγέων, αυτοκινητιστών κλπ. Η πρώτη Τράπεζα, που ίδρυσε υποκατάστημα στον Αλμυρό ήταν η Εθνική το 1906 και μετά από 22 χρόνια η Τράπεζα Αθηνών. Το 1929 ιδρύεται Αγροτική Τράπεζα.
Μέσα σ' αυτές τις δύσκολες συνθήκες, μετά την απελευθέρωση οι κάτοικοι της περιοχής κατέβαλαν προσπάθειες για την πολιτιστική ανάπτυξη και ανασυγκρότηση. Οι αγρότες υπήρξαν πρωτοπόροι του συνεταιριστικού αγροτικού κινήματος της Ελλάδος. Στον Αλμυρό ιδρύθηκε το 1900 η πρώτη συνεταιριστική αγροτική οργάνωση στην Ελλάδα και το 1903 ο πρώτος Κτηνοτροφικός Σύλλογος της χώρας.