Ευχαριστώ τον πρόεδρο του ιδρύματος Παναγία Σουμελά Γιώργο Τανιμανίδη και το Δ.Σ. για την πρόσκληση που μου απηύθυνε και την εξαιρετική τιμή να σκιαγραφήσω στο συναπάντημα αυτό, τον Αλέξανδρο Υψηλάντη.
Να αναφερθώ στην εξέχουσα αυτή προσωπικότητα στη δράση του και στην προσφορά στην πατρίδα.
Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, μεγάλωσε στη Ρωσία,
πολέμησε στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες,
πέθανε στη Βιέννη,
κι όμως η καρδιά του «χτυπά» για πάντα
στην Ελλάδα. Όπου ζήτησε να μεταφερθεί πριν πεθάνει.
Αυτός ήταν ο ποντιακής καταγωγής Αλέξανδρος Υψηλάντης. Δεν επισκέφτηκε ποτέ την Ελλάδα και όμως ζήτησε πριν πεθάνει να μεταφερθεί η καρδία του στην Ελλάδα.
Το πατριωτικό του συναίσθημα η αγάπη στην πατρίδα η προσήλωση στα ελληνοχριστιανικά ιδεώδη τον παρότρυναν να δεχθεί την πρόταση των τριών κορυφαίων της Φιλικής Εταιρείας (Ξάνθο, Τσακάλωφ και Σκουφά) να αναλάβει την ηγεσία της εταιρείας τον Απρίλιο του 1820 στην Πετρούπολη σε ηλικία 28 χρονών.
Ήταν αξιωματικός του Ρωσικού Στρατού και προήχθη από τον Τσάρο στο βαθμό του Συνταγματάρχη σε ηλικία 21 ετών μετά τη μάχη με τον Ναπολέοντα που έχασε το δεξί του χέρι.
Πρέπει, ωστόσο, να σημειωθεί ότι ο Υψηλάντης δεν έγινε ποτέ Ρώσος υπήκοος. Εκτός από εξαιρετικός αξιωματικός, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης διακρίθηκε και για τις λογοτεχνικές και ποιητικές του επιδώσεις.
Ως Γενικός επίτροπος της Αρχής, ανέλαβε την ευθύνη της οργάνωσης και προετοιμασίας του Αγώνα. Μετά από οκτώ μήνες από την ανάληψη των καθηκόντων αποφάσισε την κήρυξη της επανάστασης.
Ο ξεσηκωμός του 1821 άρχισε στις 24 Φεβρουαρίου με την προκήρυξη του Αλ. Υψηλάντη «ΜΑΧΟΥ ΥΠΕΡ ΠΙΣΤΕΩΣ ΚΑΙ ΠΑΤΡΙΔΟΣ».
Στις 27 Φεβρουαρίου 1821 τελείται δοξολογία στο ναό των Τριών Ιεραρχών στο Ιάσιο χοροστατούντος του Μητροπολίτη Βενιαμίν Κωστάκη. Ο Μητροπολίτης ευλόγησε τη σημαία, που από τη μία πλευρά είχε ομοίωμα του Αγίου Κωνσταντίνου και της Αγίας Ελένης με το «Έν τούτω νίκα» και από την άλλη τον φοίνικα με το «'Εκ της κόνεώς μου αναγεννώμαι». Ο Μητροπολίτης έδωσε στον Υψηλάντη το ξίφος και εκεί ο στρατός και ο αρχηγός τους έδωσαν τον όρκο για την ελευθερία της πατρίδας.
Την ίδια μέρα ο μεγάλος Φιλικός υπέβαλε την παραίτησή του από τον Ρωσικό στρατό και μέχρι το τέλος Φεβρουαρίου είχε συγκροτήσει στρατιωτικό σώμα με βασικό πυρήνα τον Ιερό Λόχο.
Συγκρότησε τον Ιερό Λόχο από εθελοντές, επιστήμονες, φοιτητές από πανεπιστήμια της Ανατολικής και της Δυτικής Ευρώπης, από το Βουκουρέστι, από την Τραπεζούντα, από το Ιάσιο, την Οδησσό, το Κίεβο, την Μόσχα, την Αγία Πετρούπολη, αλλά και από την Πίζα, την Τεργέστη, τις σχολές της Γαλλίας, της Γερμανίας και της Αυστροουγγαρίας.
Οι κακουχίες που υπέστησαν οι Ιερολοχίτες φαίνονται εύγλωττα από ένα γράμμα του Σούτσου προς την οικογένεια του λίγες μέρες πριν από τον ηρωικό του θάνατο. Στο Δραγατσάνι ο νεαρός εκατόνταρχος περιγράφει ως εξής την κατάσταση του στρατεύματος:
«Δεν έχω πλέον υποδήματα, γράφει, τα πόδια μου καταξεσχίσθηκαν. Κοιμούμαι μέσα εις θανατηφόρα τέλματα. Ζω με καρπούς, σπανίως ευρίσκω ένα ξερό κομμάτι ψωμί. Αλλ'αι στερήσεις αυταί μου είναι γλυκειαί ο βίος αυτός μ'αρέσει.
Από παιδί δεν ωνειρευόμην άλλο από την ημέραν την ανεξαρτησίας μας. Ευρίσκομαι πρώτην φοράν επί κεφαλής ελευθέρων ανθρώπων, οι οποίοι δεν με φορτώνουν με ματαίους τίτλους, οι οποίοι μου δίδουν το γλυκύ του αδελφού όνομα... Χαίρετε!...Θα ιδωθώμεν;...που!... ο Θεός το ξεύρει!»
Την συγκίνηση και ο θαυμασμός που προκάλεσαν με την θυσία τους προκύπτουν από ιστορικές περιγραφές και ύμνους όπως του Ανδρέα Κάλβου. κορυφαίου Ζακυνθινού ποιητή και υμνητή της ελευθερίας, όπου συγκινημένος από την θυσία των Ιερολοχιτών στο Δραγατσάνι συμπεριέλαβε στις «Ωδές» του και την «Εις τον Ιερόν Λόχον».
«Ας μη βρέξει ποτέ,
Το σύννεφον, και ο άνεμος
Σκληρός ας μη σκορπίση
Το χώμα το μακάριον
Που σας σκεπάζει.»
Στο Δραγατσάνι δόθηκε η μεγάλη μάχη με τους Ιερολοχίτες. Ανεξάρτητα από την τελική έκβαση της μάχης όπου από λάθος χειρισμών και εκτιμήσεων του επικεφαλής Καραβιά που ενήγηρσε παρά τις εντολές του Υψηλάντη και έπεσαν οι περισσότεροι Ιερολοχίτες στο πεδίο της μάχης, προκάλεσε τον θαυμασμό της κοινής γνώμης της εποχής και τιμήθηκε ως σύμβολο της άνευ όρων αυτοθυσίας για την πατρίδα από όλους όσους θεωρούν ως υπέρτατο αγαθό την Ελευθερία.
Ο Υψηλάντης θύμα της Ρωσοαυστριακής συμπαιγνίας συλλαμβάνετε και φυλακίζεται στα κάτεργα του Μούνκατς της Ουγγαρίας για έξι χρόνια.
Κατά τη διάρκεια της φυλάκισης του Υψηλάντη στο μεσαιωνικό φρούριο οργανώθηκαν δύο απόπειρες απόδρασης. Η πρώτη έγινε την άνοιξη του 1822.
Ο Υψηλάντης, παρά το πρόβλημα της υγείας του, τού διεμήνυσε ότι δεν μπορεί να εγκαταλείψει τους συντρόφους του και ότι είναι αντίθετος με οποιαδήποτε τέτοια εξέλιξη.
Η δεύτερη και σοβαρότερη προσπάθεια, σχεδιάστηκε αρχικά από τον αδερφό του Δημήτριο Υψηλάντη.
Και πάλι αρνήθηκε.
Ο Υψηλάντης εξήγησε με σαφήνεια πως δεν κρατείται μόνος του και ότι, αν αποτολμούσε να αποδράσει, θα έφερνε σε δεινή θέση τους συγκρατούμενους του.
Κι ακόμα, σύμφωνα με όσα φέρεται να είχε πει ο έγκλειστος πρίγκηπας, μια από τις βασικές αιτίες της άρνησης του ήταν ο λόγος της στρατιωτικής του τιμής, που είχε δώσει ότι δεν πρόκειται να αποδράσει!
Έτσι ο Αλέξανδρος λιώνει στα κάτεργα του Μούνκατς. Κι όμως στην Ελλάδα κάποιοι φροντίζουν να εξαφανισθούν από τα κείμενα του Αγώνα κάθε αναφορά στην Φιλική Εταιρεία και στον ηγέτη της.
Βέβαιος για τον επικείμενο θάνατο του Υψηλάντη ο Μέττερνιχ δίνει άδεια για την απελευθέρωσή του τον Νοέμβριο του 1827. Του απέμειναν δύο μήνες ζωής.
Στο πανδοχείο «Χρυσό Απίδι» στην σημερινή Λάντ-στράσσε (Χάουπστ-στράσσε) αρ. 31 της Βιέννης, ο πρίγκιπας θα περάσει τις τελευταίες εβδομάδες της σύντομης ζωής του.
Το τελευταίο πρωινό της ζωής του στις 19 Ιανουαρίου 1828 όταν ο υπασπιστής στο Λασσάνη τον επισκέφτηκε κρατώντας στο χέρι του το φύλλο το «Αυστριακού Παρατηρητού» στην ερώτηση του Υψηλάντη αν είχε καμία είδηση για την Ελλάδα του διάβασε: « Ο κυβερνήτης της Ελλάδας Καπποδίστριας εφτασε στη Μελίτη, εκείθεν Αγγλικήν φρεγάταν παραλαβούσα αυτόν μεταφέρειν στην Ελλάδαν».
«Στις 19 Ιανουαρίου 1828 εξομολογήθηκε, είπε το Πάτερ ημών, το Πιστεύω και έκανε το σταυρό του. Ύστερα ψιθύρισε «Θέλω να κοιμηθώ». Κι αποκοιμήθηκε για πάντα στην αγκαλιά της ιστορίας. Στον κόρφο της Ελλάδας που τόσο αγωνίστηκε για την απελευθέρωση από τους κατακτητές. Η ψυχή του ταξίδεψε στα ποντιακά ακρογιάλια και ανηφόρισε στα Παρχάρια.
Μετά, πήρε το δρόμο για τα Υψηλά και από εκεί βρέθηκε στην Πόλη των Κωνσταντίνων. Στου φαναριού τα καλντερίμια αναζήτησε την ελάχιστη ελπίδα που παιδί φύσηξε εντός του του γένους η μεγάλη ιδέα. Και αναπαύτηκε για πάντα...»
Ο Νικόλαος Υψηλάντης ανηγγείλει το θλιβερό νέο με επιστολή του στον αδερφό του Δημήτριο στις 24 Ιανουαρίου:
«Φίλτατε αδελφέ Δημήτριε,
Δια προσταγής του εκρατήσαμεν την καρδίαν του δια την πατρίδα, το οποίον και εκτελέσαμεν, ενταυτώ όμως εβαλσαμώθη και το σώμα του όπου αν η πατρίς θελήση να ενταφίαση και αυτό εν καιρώ τω προσήκοντι, να εκτελέσωμεν. Μακάρια η μνήμη του».
Σήμερα η καρδία του Αλέξανδρου βρίσκεται σε προθήκη στον Ιερό Ναό των Παμμεγιστών Ταξιαρχών στην Αθήνα στην Στησιχόρου πίσω από το προεδρικό μέγαρο και δίπλα η καρδία του αδερφού του Γιώργου. Καμία τελετή με την παρουσία επισήμων.
Στον Αγώνα συμμετείχε όλη η οικογένεια του Αλέξανδρου.
Η μητέρα του Αλέξανδρου Υψηλάντη, Ελισάβετ μετά το θάνατο του συζύγου της Κων/νου Υψηλάντη ανέλαβε εξ ολοκλήρου την ευθύνη για τα επτά παιδιά τους.
Το 1821, εκτός από τον ένα γιό της που ήταν ανήλικος οι άλλοι τέσσερις πρωτοστάτησαν στην Επανάσταση. Η ίδια θεώρησε πρώτιστο καθήκον της να βοηθήσει οικονομικά τον Αγώνα.
Η μητέρα του ερωτηθείσα εάν είναι διατεθειμένη να δώσει και τα τελευταία εναπομείναντα ρούβλια για την ενίσχυση της επανάστασης έδωσε μια συγκινητική απάντηση την οποία κατέγραψαν τόσο Έλληνες ιστορικοί όσο και Μολδαβοί:
«θα λυπηθώ τα κτήματά μου...όταν διαθέτω στον αγώνα τα τέσσερα παιδιά μου, τις ζωές τους στην υπηρεσία της Επανάστασης;».
Ενώ παράλληλα, φρόντιζε για την περίθαλψη εκατοντάδων Ελλήνων που μετά τις αποτυχίες του Υψηλάντη στη Βλαχία κατέφυγαν στη Βεσσαραβία.
Ως μάνα βίωσε την τραγική πραγματικότητα να δει τους τρεις γιούς της στη φυλακή επί 6,5 χρόνια. Για να αντεπεξέλθει στον αγώνα, έφτασε στο σημείο να πουλήσει το οικογενειακό αρχοντικό στο Κίεβο αντί 50.000 ρουβλίων.
Παρά το εξαιρετικά επώδυνο γεγονός ότι η ίδια στερήθηκε τους πολυαγαπημένους της γιους, ζούσε με την παρηγοριά ότι θυσιάστηκαν για την πατρίδα.
Η οικογένεια Υψηλάντη έδωσε στον Αγώνα χωρίς καμία σκέψη τέσσερα παλληκάρια της, σύμφωνα και με τη συγκλονιστική ομολογία της Ελισάβετ Υψηλάντη. Κι αν ο Αλέξανδρος ήταν αυτός που κήρυξε την έναρξη της Επαναστάσεως στις Ηγεμονίες, ο αδερφός του Δημήτριος (1783-1832), κατά παράξενη συγκυρία έμελλε να είναι αυτός που θα συνέδεε το όνομά του με την τελευταία μάχη στην Πέτρα Βοιωτίας στις 12 Σεπτεμβρίου του 1829.
Συμπερασματικά:
1) Ανεξάρτητα από την έκβαση του αγώνα εκείνο που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί είναι ότι η εξέγερση ξεκίνησε από το Ιάσιο στις 24 Φεβρουαρίου με ηγέτη τον Αλέξανδρο Υψηλάντη και ότι πυροδότησε τον γενικότερο ξεσηκωμό των Ελλήνων στη μητέρα πατρίδα μετά από ένα μήνα στις 25 Μαρτίου 1821.
2) Ακόμη ο αντιπερισπασμός, που προέβλεπε το σχέδιο, απέδωσε, αφού οι Οθωμανοί υποχρεώθηκαν να στείλουν ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις στη Μολδοβλαχία, γεγονός που δημιούργησε ευνοϊκότερες προϋποθέσεις για την διεξαγωγή του Αγώνα στην Πελοπόννησο.
3) Πρέπει να καταστεί σαφές ότι ο Ρήγας Βελεστινλής προετοίμασε τον ξεσηκωμό, η Φιλική Εταιρεία οργάνωση την επαναστατική υποδομή και ο Αλέξανδρος Υψηλάντης υπήρξε ο αρχηγός της επανάστασης του 21.
Κι όμως η εξέγερση του Υψηλάντη και όσα την ακολούθησαν τέθηκαν στο περιθώριο της ζωής του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, αντ' αυτών, προβλήθηκαν οι επικριτές και οι μεμψίμεροι.
Aς παραθέσουμε όμως γνώμες διακεκριμένων ιστορικών
Κατά τον Διονύσιο Ζακυνθηνό:
«... Είναι προφανές ότι η Ιστορία δεν στάθηκε αντικειμενική απέναντι στα γεγονότα «υφιστάμενη ροπάς προσωπικάς και τοπικάς».
Κατά τον Τρικούπη, Σπυρίδωνα:
«... Η δε μνήμη του Υψηλάντους, όπως και αν τον θεωρήση τις, θα διαμένη παρ' ημίν αγήρατος και πολυύμνητος δι' όσα μεγαλοφρόνως και φιλοκινδύνως επεχείρησε, δι' όσα χάριν της πατρίδος έπαθε και δια την επί τέλους ευτυχή εκβασιν του αγώνος, ...»
Κατά τον Ιωάννη Φιλήμονα.
«... δίκαια όμως και αμερόληπτος η ιστορία, αυτή η αληθής φωνή των γεγονότων, θέλει και ορίζει την μεν αρχήν της επαναστάσεως από της 24 Φεβρουαρίου του 1821 εν ονόματι του Αλέξανδρου Υψηλάντους, το δε τέλος της Επαναστάσεως κατά την 12 Σεπτεμβρίου του 1829 εν τω ονόματι του Δημητρίου Υψηλάντους ...»
Κατά τον Παπαρρηγόπουλο, Κ.
«... Πιστεύουμε ότι ήταν απαραίτητη, για να τονώσει το φρόνημα και να δημιουργήσει αξιόλογη ανταπόκριση από το λαό των Ηγεμονιών. Εκείνη η υπόσχεση στάθηκε σωτήρια για τους Έλληνες και καταπτόησε τους εχθρούς ...»
Κατά τον Κων. Σβολόπουλο
«... η κρίση υπήρξε σκληρή για τον Αλέξανδρο Υψηλάντη και το επαναστατικό επιχείρημα στις παραδουνάβιες πολιτείες...προπομπός στον αγώνα για την πλατιά καταξίωση της εθνικής κυριαρχίας ...»
Αυτός ήταν ο Αλέξανδρος Υψηλάντης Ποντιακής καταγωγής από την Τραπεζούντα.
Από την Τραπεζούντα του Πόντου 10 μαθητές ηλικίας 16 ετών, διέκοψαν τις σπουδές τους και έσπευσαν στην Ελλάδα να βοηθήσουν στον απελευθερωτικό αγώνα Θεσσαλίας το 1978.
Μεταξύ και αυτών και ο Σοφοκλής Τριανταφυλλίδης γιος διευθυντού ανωτάτου εκπαιδευτικού ιδρύματος.
Πολέμησε, τραυματίστηκε στη μάχη της Μακρυνίτσας, διετέλεσε βουλευτής, ηγήθηκε λαϊκών κινημάτων και πέθανε πάμφτωχος στη Θεσσαλονίκη.
Αυτοί είναι οι Πόντιοι, αυτοί είναι οι Έλληνες.
Πρέπει να είστε υπερήφανοι για την καταγωγή σας, για τις ρίζες σας.
Αισθάνομαι Πόντιος γιατί είμαι Έλληνας, αλλά και για έναν επιπλέον λόγο γεννήθηκα και πέρασα τα παιδικά μου χρόνια εδώ στο Βέρμιο σε μικρή απόσταση από την Αγία Σουμελά, μεταξύ των Ποντίων.
Με το οδοιπορικό στα βήματα του Αλέξανδρου Υψηλάντη και του Ιερού Λόχου αισθάνεσαι ότι η χρονική απόσταση των δεκαετιών σμίκρυνε, μηδενίστηκε.
Βρεθήκαμε κοντά τους και ζήσαμε νοερά τις δυσκολίες, τις αντίξοες συνθήκες που έδωσαν τον αγώνα με πενιχρά μέσα αλλά και το μεγαλείο της γενναιότητας, του πατριωτισμού και της βαθειάς πίστης στα πανανθρώπινα ιδανικά της ελευθερίας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
• Στο Κισινάου, σημερινή πρωτεύουσα της Μολδαβίας, στο στρατηγείο που ανακαλύψαμε όπου γίνονταν η μύηση των Φιλικών εκεί όπου ο Αλέξανδρος Υψηλάντης ολοκλήρωνε τα σχέδια του κι έπαιρνε οριστικές αποφάσεις για την έκβαση του αγώνα.
• Στο Ιάσιο, πρωτεύουσα τότε της Μολδαβίας, που ο Αλέξανδρος Υψηλάντης και οι Φιλικοί μαζί με τους μαχητές του προσευχήθηκαν στην εκκλησία των Τριών Ιεραρχών και ο Μητροπολίτης Βενιαμίν Κωστάκης ευλόγησε τη σημαία με έμβλημα το σταυρό και παρέδωσε το ξίφος στον Αλέξανδρου Υψηλάντη κατά το Βυζαντινό τυπικό εκεί για πρώτη φορά μετά από 190 χρόνια τελέσθηκε επιμνημόσυνη δέηση παρουσία ελληνικής αντιπροσωπείας.
• Στο Φωξάνι, που οι Ιερολοχίτες στο ναό της γέννησης του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή έδωσαν όρκο πριν ξεκινήσουν για το Δραγατσάνι.
• Στο Δραγατσάνι, που μετά τον όρκο έδωσαν σκληρές μάχες και έγραψαν σελίδες δόξας με το αίμα των νέων που χύθηκε και προκάλεσε το θαυμασμό, έγιναν σύμβολο ηρωισμού, αυτοθυσίας, αυταπάρνησης, για την ελευθερία και την πατρίδα.
• Στο Σκουλένι, όπου οι μαχητές του Υψηλάντη με επικεφαλής τον Αθανάσιο Καρπενισίωτη στις 17 Ιανουαρίου 1821 έπεσαν μαχόμενοι οι περισσότεροι για να διασώσουν έξι χιλιάδες γυναικόπαιδα που απειλούσαν οι τούρκοι με σφαγή.
• Στη Μονή Σέκου, έγραψαν σελίδες δόξας, ηρωισμού και αυτοθυσίας. Εκεί όπου ο Γιωργάκης ο Ολύμπιος αρνήθηκε να παραδοθεί και έθεσε πυρ στην πυρίτιδα και ανατινάχτηκε μαζί με τους συντρόφους του. Εκεί που αγωνίστηκε ο Ιωάννης Φαρμάκης που εκτελέστηκε από τους τούρκους.
Αξίζει να οργανώσετε ένα οδοιπορικό στα βήματα του Υψηλάντη.
Μετά το οδοιπορικό αυτό αλλά πιστεύω και με την περιήγηση σήμερα εδώ στην Ιερά Μονή της Παναγίας Σουμελά, τις αναφορές στην εξέχουσα προσωπικότητα του Αλέξανδρου Υψηλάντη, των Ιερολοχιτών κι όλων των αγωνιστών που πρωτοστάτησαν στον ξεσηκωμό του 21 αισθάνεσαι υπερηφάνεια, συγκίνηση, αλλά και χρέος.
Χρέος να ανταποκριθούμε στις προσδοκίες τους να υπηρετήσουμε την πατρίδα.
Η πατρίδα είναι η κυρίαρχη ιδέα πάνω στην οποία οικοδομείται ο πολιτισμός και στηρίζεται η ζωή. Είναι μια ηθικοκοινωνική αξία η οποία διατρέχει ιδιαίτερα το αρχαίο ελληνικό πνεύμα.
Είναι το συναίσθημα που διακατείχε τον Όμηρο, ο οποίος τονίζει «εις οιωνός άριστος αμύνεσθαι περί πάτρης..». Είναι τα βιώματα του Σωκράτη, ο οποίος είπε: «Μητρός τε και πατρός και των άλλων προγόνων απάντων τιμιωτέρον εστίν η πατρίς...» Κατά δε τον Άγγλο συγγραφέα Σαμουήλ Τζόνσον «όποιος δεν αγαπάει την πατρίδα του, δεν μπορεί ν αγαπάει τίποτε».
Για να τιμήσουμε τη μνήμη και ν αναδείξουμε την προσωπικότητα του Αλέξανδρου Υψηλάντη πρέπει:
- Κάθε χρόνο στις 27 Φεβρουαρίου να τελείται επιμνημόσυνη δέηση στην εκκλησία των Τριών Ιεραρχών στο Ιάσιο που ορκίστηκε ο Υψηλάντης.
- Να γίνει ένα εκκλησάκι στο πεδίο της μάχης στο Δραγατσάνι
- Συνέδριο για την ανάδειξη των πραγματικών διαστάσεων της προσωπικότητας και της προσφοράς του Υψηλάντη.
Σ αυτήν την προσπάθεια πρωτοβουλίες πρέπει να πάρουν τα ποντιακά σωματεία και αρωγός θα είναι το Διεθνές Ινστιτούτο Διαβαλκανικής Συνεργασίας «Ρήγας Βελεστινλής» στο οποίο έχω την τιμή να προεδρεύω.