Έστω και με καθυστέρηση δέκα και πλέον ετών πρέπει να αναζητηθούν οι ευθύνες όχι μόνο για το υπερδιπλάσιο κόστος κατασκευής, αλλά και για την ποιότητα του έργου που σήμερα διαπιστώνονται τα προβλήματα με τις διαρροές και τους κινδύνους που επισημαίνει ο Δήμος της περιοχής. Δυστυχώς τονίζει ο Γ. Σούρλας, όχι μόνο δεν ελήφθησαν τότε υπόψη οι καταγγελίες, αλλά δέχθηκε επικρίσεις ο ίδιος και από τον τότε περιφερειάρχη με την κατηγορία της σκανδαλολογίας και μάλιστα όταν συγκεκριμένα στις 17/10/2000 επισήμανε:
«Ενώ στη μελέτη προβλεπόταν για την κατασκευή του αγωγού εκτροπής 3.300 m3 εκσκαφών, τελικά απαιτήθηκαν 9.400 m3. Για το σκυρόδεμα προβλεπόταν 58 m3, τελικά απαιτήθηκαν 472 m3. Για τον αγωγό εκτροπής ενώ προβλεπόταν πλάτος πυθμένα 1,60 μ., τελικά απαιτήθηκε πλάτος κατά μέσο όρο 4,6 μ. δηλαδή το τριπλάσιο.
Τα στοιχεία αυτά οδηγούν στη διαπίστωση ότι πρόκειται για πρόχειρη μελέτη, παραλείψεις και ενέργειες των αρμοδίων υπηρεσιακών παραγόντων που κόστισαν 2 δις επιπλέον.
Τα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή του σώματος του φράγματος κρίθηκαν ακατάλληλα. Το δε λατομείο που προγραμματίστηκε η εξόρυξη δεν παρείχε το κατάλληλο υλικό.
Εάν σε αυτό προστεθεί και η εμφάνιση ρωγμών κατολίσθησης στον πυθμένα του υπερχειλιστή, τότε βάσιμα υποστηρίζεται ότι το έργο είναι αμφιβόλου ποιότητος. Είναι προφανές ότι υπάρχουν ευθύνες και πρωτίστως πολιτικές αφού η κυβέρνηση έσπευσε λίγες ημέρες προ των εκλογών να αναθέσει το έργο για κομματικά οφέλη και δεν παρείχε τον απαιτούμενο χρόνο για μία πλήρη μελέτη. Δυστυχώς το Υπουργείο Γεωργίας τηρεί ένοχη σιωπή και δεν αναλαμβάνει τις ευθύνες του. Ωστόσο όμως επιβάλλεται εάν η Κυβέρνηση συνεχίσει να αδιαφορεί για την ποιότητα και το κόστος του έργου να επέμβει ο εισαγγελέας για να αναζητηθούν και να επιβληθούν οι σχετικές κυρώσεις».
To Παναγιώτικο κατέληξε ο Γ. Σούρλας, είναι μία από τις χαρακτηριστικές περιπτώσεις κακοτεχνίας και διασπάθισης δημοσίου χρήματος, φαινόμενα, που οδήγησαν τη χώρα μας στην οικονομική κατάρρευση και γι’ αυτό πρέπει να αναζητηθούν οι υπεύθυνοι και να υποστούν τις συνέπειες του οικονομικού και περιβαντολογικού εγκλήματος.